- αποθησαύριση
- [-ις (-εως)] η , αποθησαύρισμός ο собирание, накапливание; сохранение; сберегание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αποθησαύριση — αποθησαύριση, η και αποθησαυρισμός, ο η αποταμίευση (κυριολ. και μτφ.), η συνάθροιση πλούτου, γνώσεων, λέξεων, εκφράσεων κτλ.: Η αποθησαύριση λέξεων που χρησιμοποιούνται από το λαό και δεν έχουν καταχωριστεί στα λεξικά είναι σπουδαίο έργο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποθησαύριση — Το οικονομικό φαινόμενο της εκούσιας άρνησης εκείνου που έχει χρήμα να το χρησιμοποιήσει για καταναλωτικούς σκοπούς ή για επενδύσεις. Πολύ διαδεδομένη κάποτε, ειδικά στις λιγότερο εξελιγμένες κοινωνικές τάξεις, η α. τείνει σήμερα να περιοριστεί… … Dictionary of Greek
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
αθησαύριστος — ἀθησαύριστος, η, ο [θησαυρίζω] αυτός που δεν θησαυρίστηκε ή δεν μπορεί να θησαυριστεί, να περισυλλεχθεί νεοελλ. αυτός που δεν έχει καταγραφεί σε συλλογή (λέξη, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.) αρχ. 1. ο ακατάλληλος για αποθησαύριση 2. (για τροφές) αυτός… … Dictionary of Greek
αποθησαυρισμός — ο (Α ἀποθησαυρισμός) η αποθήκευση νεοελλ. αποθησαύριση … Dictionary of Greek
αποθησαυριστικός — ή, ό αυτός που προέρχεται από αποθησαύριση ή αναφέρεται σ αυτήν … Dictionary of Greek
αποθησαύρισμα — το 1. η αποθησαύριση 2. ό,τι έχει αποθησαυριστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποθησαυρίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Σπυρίδωνα Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek